Διαχωρισμός επιστήμης και πνευματικότητας

Επανορθώνοντας ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ανθρωπότητας

(Άρθρο της Άμμα που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Thrive Global – bit.ly/2hVz6IU)

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ανθρωπότητας είναι ο διαχωρισμός της επιστήμης από την πνευματικότητα, ο οποίος δημιούργησε δύο κατηγορίες ανθρώπων: τους αποκαλούμενους «ορθολογιστές» και τους αποκαλούμενους «θρήσκους». Η θρησκεία και η πνευματικότητα θεωρείται ότι βασίζονται στην τυφλή πίστη, ενώ η επιστήμη σε αξιώματα που αποδεικνύονται με πειράματα. Η ερώτηση λοιπόν ήταν η εξής: «Εσύ, με ποια πλευρά είσαι, με την πίστη ή με τις αποδείξεις;»

Ο διαχωρισμός επιστήμης και πνευματικότητας έγινε πηγή τεράστιων συγκρούσεων τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ακόμα και η εξάντληση των φυσικών πόρων και η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση μπορούν να αποδοθούν σε αυτό το αρχικό λάθος. Αν θέλουμε όμως ο κόσμος μας να γίνει βιώσιμος και αρμονικός, η επιστήμη και η πνευματικότητα πρέπει να ενωθούν. Οι ανάγκες της εποχής μας και η κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο επιβάλλουν αυτή την αλλαγή.

Ο διαχωρισμός αυτός οφείλεται σε μια παρεξήγηση. Είναι ανακριβές να λέμε ότι η πνευματικότητα βασίζεται στην τυφλή πίστη. Όπως οι σύγχρονοι επιστήμονες ερευνούν τον εξωτερικό κόσμο, έτσι και οι σοφοί της αρχαιότητας πραγματοποίησαν έρευνες στα εσωτερικά εργαστήρια του νου τους. Με αυτή την έννοια, ήταν και εκείνοι επιστήμονες. Στην πραγματικότητα, το θεμέλιο της πνευματικότητας δεν είναι η τυφλή πίστη, αλλά η έρευνα –μια βαθιά αναζήτηση της αληθινής φύσης του ανθρώπου. Οι πνευματικές γραφές διηγούνται τις εμπειρίες εκείνων που επιδόθηκαν σε βαθιές εσωτερικές αναζητήσεις. Ακόμα κι ένας επιστήμονας πρώτα διατυπώνει μια υπόθεση και μετά προσπαθεί να την αποδείξει με πειράματα. Με αυτό τον τρόπο, ο επιστήμονας προχωρά από θεωρία σε θεωρία μέχρι να φτάσει στην αλήθεια. Το πνευματικό μονοπάτι είναι παρόμοιο.

Η πνευματικότητα της Ινδίας ποτέ δεν θεώρησε ότι η επιστήμη έρχεται σε αντίθεση με την πνευματικότητα, αλλά πάντα τις θεωρούσε σαν τα δύο φτερά ενός πουλιού. Η επιστήμη ασχολείται με τον αντικειμενικό κόσμο, ενώ η πνευματικότητα ασχολείται με το υποκείμενο –την έσχατη ουσία της ύπαρξης. Η πρώτη μελετά τα αντικείμενα και η δεύτερη τον παρατηρητή, την αγνή συνειδητότητα που αποτελεί τον εσωτερικό εαυτό. Υπάρχουν λοιπόν τομείς στους οποίους η επιστήμη δεν μπορεί να εισχωρήσει. Αν θέλουμε απαντήσεις σε αυτούς, τότε θα πρέπει να μελετήσουμε πνευματικά και θρησκευτικά κείμενα. Το αντίθετο επίσης ισχύει.

Η επιστήμη έχει κάνει τεράστιες προόδους στους τομείς της τεχνολογίας και της ιατρικής και μας έχει βοηθήσει να αυξήσουμε τις ανέσεις μας και την κατανόησή μας για τον υλικό κόσμο. Εντούτοις, αν θέλουμε να ανακαλύψουμε την εσωτερική ειρήνη και ικανοποίηση, τη συμπόνια και την αγάπη, τότε πρέπει να στραφούμε στην πνευματικότητα. Διαφορετικά, δεν θα υπάρχει ισορροπία στη ζωή και τις πράξεις μας και δεν θα νιώσουμε ποτέ ολοκλήρωση.

Κάποτε, υπήρχε ένας υπέρ-υπολογιστής για τον οποίον λεγόταν ότι μπορούσε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με επιστήμες, μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία κλπ. Οι άνθρωποι τον ρωτούσαν τα πάντα και ακαριαία η σωστή απάντηση εμφανιζόταν στην οθόνη του. Μια μέρα, ένα έξυπνο μικρό αγόρι τον πλησίασε και είπε: «Γεια σου υπερ-υπολογιστή. Πως αισθάνεσαι;» Η οθόνη αναβόσβησε ξανά και ξανά και μετά έμεινε κενή. Δεν υπήρχε απάντηση. Ο υπολογιστής μπορούσε να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορούσε να πει λέξη για τον εαυτό του. Το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται όταν δίνουμε σημασία μόνο στην επιστήμη. Όπως όταν περπατάμε χρειαζόμαστε και το δεξί και το αριστερό μας πόδι, έτσι και για να προχωρήσουμε μπροστά στη ζωή χρειαζόμαστε την πνευματική και την υλική γνώση.

Μολονότι σε τελική ανάλυση η επιστήμη ερευνά τον εξωτερικό κόσμο και η πνευματικότητα τον εσωτερικό, δεν είναι σωστό να πούμε ότι η πνευματικότητα δεν έχει καμία επίδραση στην υλική ζωή. Η πνευματικότητα και η ζωή δεν είναι δύο, είναι ένα. Επομένως, η πνευματική κατανόηση δεν επηρεάζει μόνο τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, αλλά και το πως μιλάμε και πράττουμε. Γι’ αυτό, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έδιναν τόσο μεγάλη σημασία στο μοίρασμα, τη φροντίδα, την καλοσύνη και τη συμπόνια. Κι’ αυτό γιατί δεν εξέταζαν μόνο την υλική ύπαρξη, αλλά πίστευαν ότι υπάρχει μια θεμελιώδης δύναμη, η οποία διαπερνά όλα όσα υπάρχουν, έμβια όντα και αντικείμενα, όπως το νήμα που ενώνει τις χάντρες σε ένα περιδέραιο. Στις μέρες μας, πολλοί χαρακτηρίζουν τις απόψεις τους ως «πρωτόγονες». Ρίξτε όμως μια ματιά στη σύγχρονη ζωή: στις εντάσεις, τη συναισθηματική ανωριμότητα, τις διαλυμένες οικογένειες, τη βάναυση συμπεριφορά, τον εγωισμό, την απληστία και την εκμετάλλευση της φύσης… Όλα αυτά πρέπει να μας διδάξουν ότι έχουμε ανάγκη έναν πιο πνευματικό τρόπο σκέψης. Πράγματι, πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες διατυπώνουν θεωρίες που είναι πολύ κοντά σε αυτή την προσέγγιση.

Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει νόημα χωρίς πνευματικές αξίες. Αυτές οι αξίες είναι που επεκτείνουν την εμβέλεια της πνευματικότητας σε όλους τους τομείς της ζωής και σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης. Η συμπόρευση της επιστήμης και της πνευματικότητας, της τεχνολογίας και της συμπόνιας, είναι η ανάγκη της εποχής μας: Η επιστήμη και η τεχνολογία πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των φτωχών και των δυστυχισμένων. Πρέπει να προοδεύουν με σεβασμό για τον πλανήτη και όλα τα όντα που ζουν σε αυτόν. Στο Πανεπιστήμιο Αμρίτα, όλοι οι φοιτητές μας –ανεξάρτητα από το αν σπουδάζουν για να γίνουν μηχανικοί, στελέχη επιχειρήσεων ή κοινωνικοί λειτουργοί– ενθαρρύνονται να μείνουν σε φτωχές αγροτικές περιοχές ή σε φτωχογειτονιές μεγάλων πόλεων για τουλάχιστον ένα με δύο μήνες, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Με αυτό τον τρόπο, μπορούν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί. Μετά, σχεδιάζουν και υλοποιούν λύσεις για την ανακούφιση αυτών των προβλημάτων και γράφουν εργασίες γι’ αυτές. Αυτό όχι μόνο βοηθά τους απόκληρους της κοινωνίας, αλλά αφυπνίζει τη συμπόνια και την αίσθηση του καθήκοντος και της υπηρεσίας στους φοιτητές. Η επιθυμία μου είναι να ενσωματωθούν παρόμοια προγράμματα σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου.

Στις μέρες μας, τα πανεπιστήμια αξιολογούνται κυρίως σε σχέση με τη χρηματοδότηση που λαμβάνουν, τον αριθμό των δημοσιεύσεων των καθηγητών τους και του ακαδημαϊκού τους κύρους. Οι διδάσκοντες προάγονται με παρόμοια κριτήρια επίσης. Εντούτοις, θα πρέπει να λαμβάνουμε επίσης υπόψη το βαθμό στον οποίο μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τις έρευνές τους για να υπηρετήσουν τα κατώτερα και πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας.

Το ερώτημα αν υπάρχει Θεός ή όχι μπορεί να γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης, αλλά κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ανθρωπότητα υποφέρει. Μπορούμε να δούμε αυτόν τον πόνο με τα μάτια μας. Η υπηρεσία στους ανθρώπους που υποφέρουν είναι λατρεία προς το Θεό. Είθε η ανθρωπότητα να διευρύνει τους ορίζοντές της και ν’ αγκαλιάσει και την επιστημονική γνώση και την πνευματική κατανόηση, καθώς και να χρησιμοποιήσει την επιστήμη και την τεχνολογία για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Δεν μπορούμε πια ν’ αφήνουμε αυτά τα δύο ρεύματα της γνώσης να ρέουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην πραγματικότητα, είναι συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο. Αν τα συγχωνεύσουμε, τότε θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα ορμητικό ποτάμι –ένα ποτάμι τα νερά του οποίου θα παρασύρουν τη δυστυχία και θα χαρίσουν ζωή σε όλη την ανθρωπότητα.